- επάνω
- και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)(επίρρ. συχνά και ως πρόθ.)1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ' ἡμεῑς», Αριστοφ.)2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη θέση (α. «η επάνω γειτονιά» β. «ο πάνω κόσμος» — η επίγεια ζωή)3. σε ψηλότερο σημείο («πάνω από μένα μένει μια γριά»)4. στην επιφάνεια ενός αντικειμένου («ἐπάνω αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῑν», Πλάτ.«το βιβλίο είναι πάνω στο τραπέζι»5. (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε πάνω από χίλια άτομα στη συγκέντρωση»)νεοελλ.1. δηλώνει διεύθυνση σε ανώτερο, ψηλότερο στρώμα («τραβήξαμε για πάνω»)2. (με την πρόθ. από) α) δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο («κατεβαίνει από πάνω για την πόλη»)β) σε σπουδαιότερη θέση («πάνω από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)3. φρ. α) «πάνω πάνω» — στο πάνω μέρος και μτφ. στην επιφάνεια, ελαφράβ) «τά είπα πάνω πάνω» — όχι σαφώς αλλά με υπονοούμενα, ακροθιγώςγ) «τό παίρνω πάνω μου» — υπερεκτιμώ τον εαυτό μουδ) «παίρνω πάνω μου την υπόθεση, την ευθύνη» — αναλαμβάνωε) «έριξε πάνω μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνοστ) «έκανε το σπίτι, το συμβόλαιο πάνω στη γυναίκα του» — στ' όνομα τηςζ) «τά 'κάνε πάνω του»i. αποπάτησε στα ρούχα τουii. μτφ. τρομοκρατήθηκεη) «το μαγαζί πήρε πάνω του» — παρουσίασε βελτίωση, καλυτέρεψεθ) «πάνω κάτω» — περίπουνεοελλ.-μσν.1. (με γεν.) εναντίον («έπεσε επάνω μου με φόρα»)2. (για χρόνο) κατά τη διάρκεια, τη στιγμή που («ήρθε πάνω που τρώγαμε»)3. (για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επί πλέον («έβαλε περισσότερα επάνω εις το χαράτσι»)β) περισσότερο από («πάνω από είκοσι χρόνια έκανε φυλακή»)4. (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο5. εκτός6. (αναφ.) πάνω σε κάτι, σχετικά με κάτι7. (για λόγο) πιο πάνω, προηγουμένως8. απέναντι σε κάποιον ή κάτι («τρεῑς ἄνδρες εἰστήκεσαν ἐπάνω αὐτοῡ», ΠΔ)μσν.1. (με το μου, σου κ.λπ.) σε χρήση αντί για την απλή προσωπική αντωνυμία («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)2. (χαριστ.) για χάρη κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην ἐπάνω τοὺς παῑδας»)3. φρ. «ὁ ἐπάνω τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών4. μεταξύ, στο μέσον5. φρ. «επάνω είς εκατόν» — εκατό τοις εκατόμσν.-αρχ.(με γεν.) φρ. «ἐπάνω τινός» — επιμελητής, έφοροςαρχ.1. ανωτέρω2. σε υψηλότερη θέση, υπεράνω, ανεπηρέαστα («ἐπάνω γεγονότες κακίας», Πλούτ.)3. (χρον. ως επίθ.) ο προγενέστερος, ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῑς ἐπάνω χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῑα», Διόδ.)4. (για συγγένεια) προγενέστερος, αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων ἐπάνω» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άνω. Εμφανίζεται επίσης με τις μορφές απάνω (αφομοίωση τού αρχικού φωνήεντος ε προς το ακολουθούν α) και πάνω (σίγηση τού άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους τρεις ανωτέρω τ. προήλθαν με συγκοπή τής άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. επά, απά και πα.ΠΑΡ. απάνωθε(ν), επάνωθε(ν)αρχ.απάνωθιμσν.απανώδιον νεοελλ. απανωθιός, απανωθιά, απανωτός, απανωτάριΣΥΝΘ. α' συνθετικό νεοελλ. απανωβάζω, απανωγόμι, απανωγράφω, απανωδιαστός, απανώδρομος, απανωκούμουλος, απανωκρινιάζω, απανωκυνηγιάρης, απανωλαδιά, απανωμαχαλίτης, απανωμέρη, απανωμπούλωμα, απανωπίθι, απανωπροίκι, απανωσαμάρα, απανωσάγονο, απανωστοιβάζω, απανωφάγι, απανωφόρι, απανωχώρι, επανωβελονιά, επανώγραμμα, επανώδεμα, επανωκαλύμμαυκο, επανωπροίκι, επανωρραφή, επανωσάγονο, επανωφόρι(ον), πανώγραμμα, πανωπροίκι, πανωτοίχι, πανωφόρι, πανωσέντονο].
Dictionary of Greek. 2013.